Οι Σπαρτιάτες την χρησιμοποιούσαν συστηματικά ως την πρώτη στην Ιστορία κρυπτογραφική στρατιωτική συσκευή, τη Σπαρτιατική Σκυτάλη, που ανάγεται στον πέμπτο αιώνα π.Χ. Η σκυτάλη είναι ένα ξύλινο ραβδί γύρω από το οποίο τυλίγεται μια λωρίδα από δέρμα ή περγαμηνή. Ο αποστολέας γράφει το μήνυμα κατά μήκος της σκυτάλης και μετά ξετυλίγει τη λωρίδα, που τώρα φαίνεται να περιέχει μια σειρά γράμματα χωρίς νόημα. Το μήνυμα έχει αναδιαταχθεί. Ο αγγελιαφόρος παίρνει τη δερμάτινη λωρίδα και, συνήθως, ως επιπρόσθετο στεγανογραφικό μέτρο, την φοράει ως ζώνη, με τα γράμματα κρυμμένα στη μέσα μεριά. Για να ανασύρει το μήνυμα ο παραλήπτης, απλώς τυλίγει τη δερμάτινη λωρίδα γύρω από μια σκυτάλη ίδιας διαμέτρου με αυτή που χρησιμοποίησε ο αποστολέας. Το 404 π.Χ. παρουσιάστηκε στο Σπαρτιάτη Λύσανδρο ένας αγγελιαφόρος, καταματωμένος και ταλαιπωρημένος, ένας από τους πέντε μόλις που επέζησαν ύστερα από ένα εξοντωτικό ταξίδι από την Περσία. Ο αγγελιαφόρος παρέδωσε τη ζώνη του στο Λύσανδρο, που την τύλιξε γύρω από τη σκυτάλη του και έτσι έμαθε ότι ο Πέρσης σατράπης Φαρνάβαζος σχεδίαζε να του επιτεθεί. Χάρη στη σκυτάλη, ο Λύσανδρος ήταν προετοιμασμένος για την επίθεση και την απέκρουσε.
Οι αρχαιότερες μνείες της μυστικής γραφής ή της επικοινωνίας με κρυπτογράφηση ανάγονται στον Ηρόδοτο, τον ‘‘πατέρα της Ιστορίας’’. Στα κείμενά του ο Ηρόδοτος κατέγραψε τις συγκρούσεις ανάμεσα στην Αρχαία Ελλάδα και την Περσία τον 5ο αιώνα π.Χ., οι οποίες ήταν η αντιπαράθεση της ελευθερίας με τη δουλεία, των ανεξάρτητων ελληνικών πόλεων-κρατών με τους δεσποτικούς Πέρσες. Κατά τον Ηρόδοτο, η τέχνη της μυστικής γραφής ήταν εκείνη που έσωσε την Ελλάδα από το να την κατακτήσει ο Ξέρξης, ο Μέγας Βασιλεύς, ο δυνάστης των Περσών. Η μακραίωνη έχθρα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Περσία κορυφώθηκε αμέσως μετά την περίοδο που ο Ξέρξης άρχισε να χτίζει τη νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του, την Περσέπολη. Εισφορές και δώρα κατέφθαναν από όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας και τα γειτονικά κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη. Αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για αυτή την αλαζονεία, ο Ξέρξης άρχισε να κινητοποιεί στρατιωτικές δυνάμεις, δηλώνοντας: ‘‘θα επεκτείνουμε την αυτοκρατορία της Περσίας έτσι που τα σύνορά της να είναι ο ουρανός του Θεού και ο ήλιος να μη φωτίζει καμία χώρα που να βρίσκεται πέρα από τα όρια της δικής μας’’. Πέρασε λοιπόν τα επόμενα πέντε χρόνια συγκεντρώνοντας τη μεγαλύτερη πολεμική δύναμη στην Ιστορία και το 480 π.Χ. ήταν έτοιμος να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση. Ωστόσο η συγκρότηση της περσικής πολεμικής μηχανής είχε γίνει αντιληπτή από το Δημάρατο, έναν Έλληνα που είχε εξοριστεί και ζούσε στα Σούσα της Περσίας. Παρά την εξορία του, ένιωθε ακόμη νομιμοφροσύνη και αγάπη προς την πατρίδα και έτσι αποφάσισε να στείλει μήνυμα, ώστε να προειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες για το σχέδιο εισβολής του Ξέρξη. Η πρόκληση που αντιμετώπιζε ήταν πώς να αποστείλει το μήνυμα χωρίς αυτό να υποκλαπεί από τους Πέρσες φρουρούς.
Γράφει σχετικά ο Ηρόδοτος: “Kαθώς ο κίνδυνος αποκάλυψης ήταν μεγάλος, υπήρχε μόνο ένας τρόπος ώστε να κατορθώσει να περάσει το μήνυμα: να ξύσει το κερί από δύο ξύλινες πτυσσόμενες πινακίδες, να γράψει στο ξύλο που υπήρχε από κάτω τι σκόπευε να κάνει ο Ξέρξης και μετά να επικαλύψει και πάλι το μήνυμα με κερί. Με τον τρόπο αυτό οι πινακίδες, όντας φαινομενικά κενές, δε θα προκαλούσαν προβλήματα με τους φρουρούς καθ’ οδόν. Όταν το μήνυμα έφθασε στον προορισμό του, κανείς δεν ήταν σε θέση να μαντέψει το μυστικό, μέχρις ότου η Γοργώ, η κόρη του Κλεομένη και σύζυγος του Λεωνίδα, κατάλαβε και είπε στους άλλους ότι αν έξυναν το κερί θα έβρισκαν κάτι γραμμένο στο ξύλο από κάτω. Έτσι και έγινε, το μήνυμα αποκαλύφθηκε και αναγνώσθηκε και στη συνέχεια μεταδόθηκε και τους υπόλοιπους Έλληνες”. Χάρη σε αυτή την προειδοποίηση, οι ως τότε απροετοίμαστοι αμυντικά Έλληνες άρχισαν να εξοπλίζονται. Οι πρόσοδοι από τα κρατικά αργυρωρυχεία, που συνήθως διανέμονταν στους πολίτες, διοχετεύτηκαν στο ναυτικό για τη ναυπήγηση διακοσίων πολεμικών πλοίων. Ο Ξέρξης είχε χάσει το ζωτικό πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και στις 23 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., όταν ο περσικός στόλος κατέπλευσε στο Μαραθώνα, οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι.
Η στρατηγική του Δημαράτου για μυστική επικοινωνία, που βασίστηκε στην απλή απόκρυψη του μηνύματος, δείχνει τη δύναμη της κρυπτογραφημένης επικοινωνίας.
Και πάλι ο Ηρόδοτος αναφέρει ένα άλλο περιστατικό, όπου η συγκάλυψη ήταν αρκετή για να εγγυηθεί την ασφαλή διαβίβαση του μηνύματος. Συγκεκριμένα καταγράφει την ιστορία του Ιστιαίου, που ήθελε να ενθαρρύνει τον Αρισταγόρα της Μιλήτου να επαναστατήσει κατά του Πέρση βασιλιά. Για να διαβιβάσει τις οδηγίες του με ασφάλεια, ο Ιστιαίος ξύρισε το κεφάλι του αγγελιαφόρου του, έγραψε το μήνυμα στο ξυρισμένο του κρανίο και μετά περίμενε να ξαναμεγαλώσουν τα μαλλιά. Εννοείται πως εκείνη την ιστορική περίοδο μια κάποια έλλειψη βιασύνης ήταν ανεκτή. Ο αγγελιαφόρος, που φαινομενικά δεν μετέφερε τίποτε το επιλήψιμο, μπορούσε να ταξιδέψει ανενόχλητος. Όταν έφθασε στον προορισμό του, ξύρισε το κεφάλι του, αποκαλύπτοντας το μήνυμα στον παραλήπτη του. Η μυστική επικοινωνία που επιτυγχάνεται με την απόκρυψη της ύπαρξης μηνύματος είναι γνωστή ως στεγανογραφία, από τις ελληνικές λέξεις στεγανός («σκεπασμένος») και γράφω. Στη διάρκεια των δύο χιλιετιών που πέρασαν από την εποχή του Ηροδότου, διάφορες μορφές στεγανογραφίας χρησιμοποιήθηκαν ανά τον κόσμο. Η στεγανογραφία περιλαμβάνει επίσης την πρακτική της γραφής με αόρατο μελάνι. Ήδη τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος εξηγούσε πώς το "γάλα" ενός φυτού, του θιθυμάλλου, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν αόρατο μελάνι. Όταν ξεραθεί το μελάνι είναι διαφανές, όμως, αν ζεσταθεί ελαφρά, γίνεται καφέ. Πολλά οργανικά ρευστά συμπεριφέρονται με παρόμοιο τρόπο, επειδή είναι πλούσια σε άνθρακα και, επομένως, καίγονται εύκολα.
Η μακροβιότητα της στεγανογραφίας καταδεικνύει ότι σίγουρα παρέχει μια κάποια ασφάλεια, πάσχει ωστόσο από μια θεμελιώδη αδυναμία. Αν ο αγγελιαφόρος υποστεί σωματική έρευνα και το μήνυμα αποκαλυφθεί, τότε το περιεχόμενο της μυστικής επικοινωνίας φανερώνεται αμέσως. Η υποκλοπή του μηνύματος ακυρώνει αυτομάτως κάθε ασφάλεια. Ένας σχολαστικός φρουρός μπορεί να ψάξει κάθε άτομο που περνάει τα σύνορα και αναπόφευκτα θα υπάρξουν περιπτώσεις όπου το μήνυμα αποκαλύπτεται. Έτσι, λοιπόν, παράλληλα με την ανάπτυξη της στεγανογραφίας εξελίχθηκε η κρυπτογραφία, από το ελληνικό κρυπτός («κρυμμένος»). Σκοπός της κρυπτογραφίας είναι να αποκρύψει όχι την ύπαρξη ενός μηνύματος, αλλά τη σημασία του, μια διαδικασία γνωστή ως κρυπτογράφηση. Για να καταστεί ένα μήνυμα μη κατανοητό, μετασχηματίζεται σύμφωνα με ένα ειδικό πρωτόκολλο, που έχει συμφωνηθεί από πριν μεταξύ του αποστολέα και του παραλήπτη. Έτσι, ο παραλήπτης μπορεί να αναστρέψει το πρωτόκολλο μετασχηματισμού και να κάνει το μήνυμα κατανοητό. Το πλεονέκτημα της κρυπτογραφίας είναι ότι, ακόμη και αν ο εχθρός υποκλέψει το κρυπτογραφημένο μήνυμα, δεν μπορεί να το διαβάσει. Αν δεν γνωρίζει το πρωτόκολλο μετασχηματισμού, θα του είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ανασυνθέσει το αρχικό μήνυμα από το κρυπτογραφημένο κείμενο. Παρότι η στεγανογραφία και η κρυπτογραφία είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη, είναι δυνατό να συνδυαστούν, ώστε να μεγιστοποιηθεί η ασφάλεια ενός μηνύματος. Από τους δύο κλάδους της μυστικής επικοινωνίας, η κρυπτογραφία είναι ο πιο ισχυρός, εξαιτίας της ικανότητάς της να εμποδίζει το να πέφτει η πληροφορία σε εχθρικά χέρια.
Η κρυπτογραφία με τη σειρά της μπορεί να διακριθεί σε δύο κλάδους, τη μετάθεση και την υποκατάσταση. Στη μετάθεση, τα γράμματα του μηνύματος απλώς αλλάζουν θέσεις και έτσι δημιουργείται ένας αναγραμματισμός. Όταν πρόκειται για πολύ σύντομα μηνύματα, λ.χ. μία μόνο λέξη, η μέθοδος αυτή δεν είναι και τόσο ασφαλής, γιατί οι πιθανοί συνδυασμοί των γραμμάτων είναι περιορισμένοι. Για παράδειγμα, τρία γράμματα μπορούν να συνδυαστούν με έξι μόνο διαφορετικούς τρόπους, π.χ. ελα, εαλ, λεα, λαε, αελ, αλε. Όσο όμως αυξάνει ο αριθμός των γραμμάτων, ο αριθμός των πιθανών συνδυασμών γίνεται αστρονομικός, καθιστώντας αδύνατη την επάνοδο στο αρχικό μήνυμα, εκτός αν είναι γνωστή η ακριβής μέθοδος της αναδιάταξης. Εξετάστε, για παράδειγμα, μια σύντομη φράση που να περιέχει 35 μόλις γράμματα. Θα υπάρχουν πάνω από 50.000.000.000.000.000. 000.000.000.000.000 δυνατοί συνδυασμοί τους. Αν ένα άτομο μπορούσε να ελέγχει ένα συνδυασμό ανά δευτερόλεπτο και αν όλος ο πληθυσμός του πλανήτη εργαζόταν νυχθημερόν, θα χρειαζόταν και πάλι όλη η διάρκεια ζωής του σύμπαντος πολλαπλασιασμένη επί χίλια, για να ελεγχθούν όλοι οι συνδυασμοί. Μια τυχαία μετάθεση γραμμάτων φαίνεται να παρέχει πολύ υψηλό επίπεδο ασφάλειας, επειδή ο εχθρός που τυχόν θα υπέκλεπτε το μήνυμα δε θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει ούτε μια σύντομη πρόταση. Ωστόσο υπάρχει ένα μειονέκτημα. Η μετάθεση δημιουργεί έναν απίστευτα δύσκολο αναγραμματισμό και, αν τα γράμματα έχουν ανακατευτεί τυχαία, χωρίς κανένα σχέδιο, η αποκρυπτογράφηση του μηνύματος είναι αδύνατη όχι μόνο για τον εχθρό, αλλά και για τον παραλήπτη. Για να έχει λοιπόν αποτέλεσμα η μετάθεση, η αναδιάταξη των γραμμάτων θα πρέπει να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο σύστημα, στο οποίο θα πρέπει να έχουν από πριν συμφωνήσει αποστολέας και παραλήπτης, αλλά δε θα το γνωρίζει ο εχθρός. Για παράδειγμα, οι μαθητές στέλνουν μερικές φορές μηνύματα χρησιμοποιώντας τη μετάθεση της διπλής σειράς, όπου το μήνυμα γράφεται εναλλάσσοντας τα γράμματα σε δύο χωριστές σειρές, πάνω και κάτω. Στη συνέχεια η ακολουθία γραμμάτων της κάτω σειράς προσκολλάται στην ακολουθία γραμμάτων της πάνω και έτσι δημιουργείται το τελικό κρυπτογραφημένο μήνυμα. Ο παραλήπτης μπορεί να ανασυνθέσει το μήνυμα απλώς αναστρέφοντας τη διαδικασία. Υπάρχουν διάφορες άλλες μορφές συστηματικής μετάθεσης, όπως η μετάθεση τριπλής σειράς, όπου το μήνυμα γράφεται αρχικά σε τρεις χωριστές σειρές αντί για δύο. Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να αντιμεταθέσει κάθε ζευγάρι γραμμάτων, έτσι που το πρώτο γράμμα να αλλάξει αμοιβαία θέση με το δεύτερο, το τρίτο με το τέταρτο κ.ο.κ.