Η ανάγκη για κάτι γρηγορότερο από τους Έφιππους Αγγελιοφόρους ή τους Πεζούς Δρομείς οδήγησε στην απόφαση να δημιουργηθεί σύστημα μηνυμάτων με φωτιά. Ήταν οι Φρυκτωρίες ή Φωτεινοί Αναμεταδότες της Αρχαίας Ελλάδας. Όταν η Τροία έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, η υπόλοιπη Ελλάδα το έμαθε μέσα σε μία ημέρα με τη χρήση αυτού του συστήματος επικοινωνίας. Έτσι, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ο πρώτος κώδικας με οπτικά σήματα. Σε λόφους και βουνά κοντά στις πόλεις υπήρχε ειδικευμένο προσωπικό για τέτοιες επικοινωνίες. Ο τηλέγραφος με φωτιά ήταν σε μεγάλη χρήση στην Αρχαία Ελλάδα και αυτό φαίνεται και από περιγραφές του Ομήρου.
Στην τριλογία Ορέστεια του Αισχύλου, υπάρχουν μερικά πολύ χαρακτηριστικά λόγια ενός αρχαίου φρυκτωρού, που περιμένει υπομονετικά νύχτα - μέρα στο ανάκτορο των Μυκηνών το φωτεινό σήμα για την πτώση της Τροίας, για να το μεταφέρει στη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα. Η Κλυταιμνήστρα είχε δώσει εντολή σ’ έναν παρατηρητή (φρυκτωρό) να περιμένει στη στέγη του παλατιού, έως ότου δει τους αναμμένους δαυλούς στις κορυφές των βουνών, σημάδι ότι πάρθηκε η Τροία. Για μήνες δε φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα, ώσπου τελικά η φλόγα έλαμψε μέσα στη νύχτα. Τότε η βασίλισσα ετοίμασε λαμπρή γιορτή στο Άργος.
Συγκεκριμένα, στην τραγωδία Αγαμέμνων, που αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας Ορέστεια και που παραστάθηκε το 458 π.Χ. στα Μεγάλα (Αστικά) Διονύσια, έχουμε και την πρώτη αναφορά στη χρήση του οπτικού τηλεγράφου στην ιστορία των τηλεπικοινωνιών. Αξιοσημείωτο είναι ότι η τραγωδία αυτή γράφτηκε από τον ποιητή πριν από δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια.
Από το 1195 π.X., οι φρυκτωρίες αναπτύχθηκαν ακόμη παραπέρα με τις επινοήσεις του Παλαμήδη και του Σίνωνα. Τώρα πια δεν έχουμε μετάδοση σημάτων με απλό άναμμα ή σβήσιμο της φωτιάς, αλλά έχει αναπτυχθεί σύστημα κωδίκων. Η μεταβίβαση μηνυμάτων με φωτιές συστηματοποιήθηκε κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς και αποτελούσe το βασικό μέσο επικοινωνίας στο στρατό. Αυτός ο τρόπος επικοινωνίας με τα φωτεινά σήματα, που εξελίχθηκε, ήταν γνωστός ως «Πυρσεία» (ο Οπτικός Τηλέγραφος), το πρώτο σύστημα μορς. Επίσης, την ίδια εποχή προχώρησαν οι Έλληνες στην εφεύρεση της ταχυγραφίας (στενογραφίας) και κωδικογραφίας, που περιγράφηκαν παραπάνω και αναφέρονται ακόμη από τους Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Θουκυδίδη. Αυτή η μέθοδος σηματοδότησης, την οποία μας περιγράφει ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος, των Αλεξανδρινών τεχνικών Κλεοξένη και Δημόκλειτου, που την επινόησαν το 350 π.Χ. περίπου, αποτέλεσε πραγματική επανάσταση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, ο πομπός και ο δέκτης είχαν ο καθένας από δύο τοίχους, που απείχαν μεταξύ τους λίγα μέτρα, και ο σταθμός που έκανε το δέκτη μπορούσε να τους διακρίνει άνετα με κάποια διόπτρα. Η εμβέλεια αυτού του τρόπου επικοινωνίας αποδείχθηκε στην πράξη ότι έφθανε μέχρι και τα 30 χιλιόμετρα.
Η κατασκευή των τοίχων θύμιζε πολεμίστρες με έξι εσοχές και πέντε κοιλότητες. Η κάθε κοιλότητα φιλοξενούσε και από μια πυρσεία και είχε πλάτος περίπου ένα μέτρο. Όπως έβλεπε το σταθμό εκπομπής ο δέκτης, ο αριστερός τοίχος αντιστοιχούσε στη σειρά των γραμμάτων και ο δεξιός στη στήλη των γραμμάτων.
Δηλαδή, είχαν χωρίσει τα γράμματα της αλφαβήτου σε πέντε ομάδες και σε πέντε στήλες, με την τελευταία σειρά και στήλη να έχουν από ένα γράμμα λιγότερο. Το κάθε γράμμα αντιστοιχούσε σε κάποια σειρά και κάποια στήλη και με κατάλληλα ανάμματα των πυρσών ο λήπτης λάμβανε τα γράμματα ένα-ένα. Κάθε ζευγάρι αριθμών αντιστοιχούσε και σε ένα γράμμα της αλφαβήτου.
Αν άναβαν δηλ. πρώτα δύο πυρσοί και μετά τρεις, σήμαινε τη δεύτερη στήλη και την τρίτη γραμμή, δηλ. την αποστολή του γράμματος κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό γίνονταν οι αποστολές όλων των γραμμάτων. Ο Πολύβιος αναφέρεται στην απλότητα και στην ακρίβεια που παρείχε αυτός ο κώδικας επικοινωνίας.
Αν ένας ήθελε να μεταδώσει το μήνυμα «100 στρατιώτες μας προσχώρησαν στις τάξεις του εχθρού», πρέπει να διαλέξει λέξεις πού να έχουν την ίδια έννοια και όσο το δυνατό λιγότερα γράμματα. Έτσι μπορούσε να πει: «Κρήτες εκατό λιποτάκτησαν». Αν και τώρα τα γράμματα είναι λιγότερα από τα μισά, έχουν όμως το ίδιο νόημα. Αυτό το γράφουν σε πινακίδα και αρχίζουν να σηματοδοτούν ως εξής: Πρώτο γράμμα είναι το Κ, που βρίσκεται στη δεύτερη ομάδα και στη δεύτερη πινακίδα. Έτσι, ο σηματοδότης θα υψώσει από τα αριστερά δύο πυρσούς και ο λήπτης θα καταλάβει ότι πρέπει να προσέξει τη δεύτερη πινακίδα. Έπειτα, θα υψώσει από τα δεξιά πέντε πυρσούς και ο λήπτης θα καταλάβει ότι πρέπει να βρει το πέμπτο γράμμα της δεύτερης πινακίδας και να το γράψει σε μία χωριστή πινακίδα. Έπειτα, θα υψώσει τέσσερεις πυρσούς από αριστερά, για να προσέξει ο λήπτης την τέταρτη πινακίδα, και μετά δύο από δεξιά, γιατί το Ρ είναι το δεύτερο γράμμα στην τέταρτη πινακίδα, και ο λήπτης θα πρέπει να γράψει το Ρ δίπλα στο Κ, και έτσι συνέχεια μέχρι να μεταδοθεί όλο το μήνυμα. Με αυτόν τον τρόπο λέγεται ότι μπορούσαν να μεταδώσουν 20 με 25 λέξεις την ώρα. Όχι και πολύ γρήγορο, αλλά πάντως δούλευε. Η χαμηλή ταχύτητα τους ώθησε να αναπτύξουν τη στενογραφία με προσυμφωνημένους κώδικες. Ένα μήνυμα, όπως «εκατό Κρήτες λιποτάκτησαν», θα χρειαζόταν πάνω από 100 ξεχωριστά σήματα. Είναι λοιπόν αμφίβολο αν χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση. Οι πυρσοί είχαν επάλειψη ρετσινιού ή ακάθαρτου πετρελαίου, που ήταν γνωστό από τότε, το Κερί της Ζακύνθου, όπου και σήμερα αναβλύζει. Ο Αισχύλος αναφέρεται στο «άγγαρο πυρ» («άσβεστο πυρ») των φρυκτωριών.