Οι Έλληνες άρχισαν τον πόλεμο του 1821 ολιγάριθμοι, σχεδόν άοπλοι χωρίς οργανωμένο και πειθαρχημένο στρατό. Οι αγωνιστές του 21 ήταν χωρίς ιδιαίτερη στρατιωτική εκπαίδευση, εκτός ελαχίστων που υπηρέτησαν στα αγγλικά στρατεύματα και ακόμη λιγότερων που υπηρέτησαν στο ρωσικό στρατό.
Οι Έλληνες συνέχιζαν να εφαρμόζουν την τακτική των κλεφτών και του ανταρτοπολέμου. Δεν πιάνανε τον κάμπο αλλά ταμπουρώνονταν στα ριζά του βουνού και με ενέδρες αιφνιδίαζαν τον εχθρό. Χτυπούσαν τον εχθρό όταν μπορούσαν και τον απέφευγαν όταν ήταν σε αδύναμη θέση. Οι ηγέτες σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, πήγαιναν μπροστά στη μάχη, προκαλούσαν τον εχθρό, τον χτυπούσαν όπου μπορούσαν και τον ανάγκαζαν να υποχωρήσει. Τα δύο κύρια στοιχεία της τακτικής ήταν ο ελιγμός και η τριβή του εχθρού. Η ατομικότητα του Έλληνα αγωνιστή καθόριζε τον ελιγμό του. Αυτός καθόριζε την ώρα του κινδύνου για τη ζωή του, αλλά και την ώρα της ελευθερίας του στα βουνά.
Από τις πρώτες ώρες του αγώνα του 1821 εμφανίσθηκε η ανάγκη οργανώσεως επικοινωνιών και ταχυδρομείου, για τις ανάγκες του πολέμου. Νωρίτερα, για τις ανάγκες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, λειτουργούσε ένα σύστημα εφίππων ταχυδρόμων με το όνομα μενζίλι, οι οποίοι μετέφεραν τα φιρμάνια στις επαρχιακές υπηρεσίες. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες προεστοί χρησιμοποιούσαν επιστολές που στέλνονταν κρυφά με διπλωμάτες, εμπόρους ή κάποια έμπιστα πρόσωπα, επιφορτισμένα ειδικά με τη συγκεκριμένη αποστολή.
Οι επικοινωνίες των αγωνιστών είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό την εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων μέσων και τρόπων επικοινωνίας της εποχής. Στηρίζονταν στους αγγελιοφόρους - ταχυδρόμους, στις φωτιές και στα σήματα καπνού, στις σημαίες (μπαϊράκια), στο κλέφτικο σφύριγμα, στις φρυκτωρίες των βυζαντινών, τις βίγλες, ακόμα και στα ταχυδρομικά περιστέρια.
Η πρώτη προσπάθεια οργάνωσης των επικοινωνιών της Εθνεγερσίας καταβλήθηκε από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Για να αποστέλλει τις διαταγές της η Προσωρινή Κυβέρνηση, εγκατεστημένη στην Κόρινθο, αναγκάσθηκε να καταφύγει στη χρησιμοποίηση του ταχυδρομικού συστήματος που ονομαζόταν ποδοκόπι. Έκτακτοι πεζοί ή έφιπποι ταχυδρόμοι, υπαγόμενοι σε κάποια τοπική αρχή, είχαν ως επάγγελμα ή ως προσωρινή ενασχόληση, τη μεταφορά της αλληλογραφίας.
Η γραπτή επικοινωνία θεωρήθηκε σημαντική από τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος με την ιδιότητα του αρχηγού των στρατευμάτων της Πελοποννήσου, μη αρκούμενος στους Εκτάκτους Πεζούς, εισηγήθηκε την οργάνωση ταχυδρομείων με επιστολή του προς το Μινιστέριον των Εσωτερικών όπου επισήμανε την ανάγκη ...να μετακομίζονται γρήγορα οι διάφορες ειδήσεις, όσες μάλιστα εξαρτώνται από ουσιώδεις περιστάσεις και υποθέσεις πατριωτικές, των οποίων το κρίσιμο δεν χρειάζεται αναβολή. Η εισήγηση του Γέρου του Μοριά εγκρίθηκε αμέσως. Αρχικά συστάθηκαν Ταχυδρομικά Γραφεία στην Τρίπολη, στο Άργος και στην Επίδαυρο και αργότερα σε άλλες πόλεις. Τελικά, η Ταχυδρομική Υπηρεσία της χώρας ιδρύθηκε με ψήφισμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1828 του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Πέρα από τις επιστολές, τα πρώτα μέσα διαβιβάσεων του πεδίου μάχης αποκαλύπτονται στο σύγγραμμα του υπασπιστού του Κολοκοτρώνη. Στη περιγραφή της μάχης στο Βαλτέτσι (12-14 Μαΐου 1821) οι Έλληνες ξεκινούν τη χρήση σημάτων καπνού για επικοινωνία: ...Τὸ σημεῖον ἦτο τὸ ἀκόλουθον· ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔβγαιναν νὰ ὑπάγουν διὰ τὸ Ναύπλιον ἔβαλλαν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ τῆς Ἐπάν Χρέπας ἕνα καπνόν, ἂν ἐπήγαιναν διὰ τὸ Λεβίδι τρεῖς καὶ διὰ τὸ Βαλτέτσι τέσσερας καὶ οὕτω καθ ἑξῆς. Ἐδῶ πρώτην φορὰν μετεχειρίσθησαν οἱ Ἕλληνες τοὺς καπνοὺς διὰ νὰ γνωρίζουν ποῦ πηγαίνουν οἱ Τοῦρκοι. Ἀφοῦ ἔβλεπαν τοὺς καπνοὺς ἐτουφέκιζαν ἀπὸ ῥάχιν εἰς ῥάχιν καὶ στρατιῶται καὶ τσοπάνιδες ὅπου εὑρίσκοντο, καὶ διεδίδετο ἀπὸ τὸν ἕναν εἰς τὸν ἄλλον ἡ εἴδησις τῆς ἐξόδου τῶν Τούρκων εἰς ὅλην σχεδὸν τὴν Πελοπόννησον, καὶ οὕτως ἐφύλαττον τὰς οἰκογενείας των καὶ τὰ ζῷά των ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε πρωταρχικό πολεμικό εργαλείο την έγκαιρη και ορθή επικοινωνία - πληροφόρηση και στα απομνημονεύματά του το έχει επιβεβαιώσει: ...Από βουνό εις βουνό είχα τουφέκια με φωτιές και εις ολίγες στιγμές έδιδα είδησιν εις τα μακρυνά στρατεύματα ("Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836" εκδ.1846).
Ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας ήταν με χρήση αγγελιαφόρων περιστερών. Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη υπάρχουν αναφορές σε περιστέρια ως μέσου μεταφοράς μηνυμάτων. Στην πολιορκία της Ακροπόλεως τον Ιανουάριο 1827 αναφέρει ότι : ...ήφεραν κι ένα περιστέρι από το κάστρο... και το φορτώσαμε γράμματα και το πήγαμε στους Τρείς Πύργους και τ’ απολύσαμεν. Ομως το σκότωσαν οι Τούρκοι και πήραν και τα γράμματα και είδαν τι τους γράφαμε των πολιορκημένων. Επίσης, γνωρίζουμε ότι την ίδια εποχή στα νησιά του Αιγαίου, οι κάτοικοι συνενοούντο με τα «μυστηριώδη φώτα», που ήταν φωτιές σε πύργους βυζαντινής και φράγκικης προέλευσης, οι φρυκτωρίες, πυρσείες ή καμινοβίγλες.